αὐτοσταδίῃ

αὐτοσταδίῃ
αὐτοσταδίη
stand-up fight
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοσταδίη — αὐτοσταδίη, η (Α) μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσταδίᾳ — αὐτοσταδίαι , αὐτοσταδίη stand up fight fem nom/voc pl αὐτοσταδίᾱͅ , αὐτοσταδίη stand up fight fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”